πέζεμα

πέζεμα
το
το κατέβασμα από το ζώο, ξεπέζεμα, αφίππευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πέζεμα — το βλ. πέζευμα …   Dictionary of Greek

  • πέζευμα — το, ΝΜ, πέζεμα Ν [πεζεύω] η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα μσν. (στο Βυζάντιο) το μέρος τού Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”